Searching...
22 February 2013

Μικρές ιστορίες ανθρώπων: Βροχερής πλήξης «απάνθισμα»...


         Βρέχει πάλι απόψε. Σκατόκαιρος, υπογε­γραμ­μένος και με το σίγμα κεφαλαίο. Λυσσομανάει ο βοριάς δέρνοντας αλύπητα ό,τι βρίσκει στο διάβα του –πού να κλείσεις μάτι–, τρυπώνει απ’ τις χαραμάδες συρίζοντας απειλητικά και διαχέει την παγωνιά του ολόγυρα. Πέφτει η βροχή ορμητική, παρασυρμένη απ’ τον αέρα και μαστιγώνει τις στέγες των σπιτιών. Κάτι σταγόνες μεγάλες σα φουντούκια χτυπούν την πλάση, αφύσικα βαριές και πέφτοντας σκάνε μ’ ένα γδούπο περίεργο, έτσι που, όλες μαζί, μοιάζουν αχός που αναδύεται απ’ τα έγκατα της γης, κρότοι απ’ τα κύμβαλα του πολέμου των χθόνιων θεών. Λυγίζουνε τα δέντρα στο βάρος του νερού κι άνθρωποι και ζωντανά λουφάζουνε. Βουνό σηκώθηκεν η θάλασσα και μουγκρίζοντας καβαλάει την αμμουδιά και φτάνει ίσαμε τον παραλιακό δρόμο, πέφτει ορμητικά στο χαμηλό πετρότοιχο κι εκείνος –πού ν’ αντέξει το μένος της– αγκομαχάει, πασχίζει να γλιτώσει τα λίγα σπίτια απ’ τη θεομηνία. 
       Μια αστραπή σκίζοντας τον ουρανό φώτισε κάτι σύννεφα βαριά, ανταριασμένα, μελανά θηρία να θέλουν να καταπιούν το νησί. Ακούστηκε η βροντή ύστερα, ένα μακρόσυρτο μπουμπουνητό, μούγκρισμα σάμπως ή απειλή. Ξιπάστηκα αλλά μου είναι δύσκολο να παραδεχτώ πως φοβάμαι. Πάντα έτσι έκανα κι ύστερα δικαιολογιόμουν πως έτσι κάνουν όσοι είναι αναγκασμένοι να ζουν αγκαλιαστά με τα στοιχεία της φύσης. Πάντα έτσι έκανα, ήθελα να περνιέμαι για αντράκι.
Την είχα δει την αντάρα από τα πριν να πλησιάζει απ’ τα βορειοανατολικά αστράφτοντας και βροντώντας μανιασμένη και να αναταράζει με λύσσα τα κύματα σαν την τρίαινα του Ποσειδώνα. Καθόμουν στο βορινό παράθυρο και μετρούσα κι εγώ τ’ αστέρια του Λουντέμη –παρόλο που έχω πάψει εδώ και πολύ καιρό να είμαι παιδί– όταν παρατήρησα στο βάθος ένα νεφέλωμα να πλησιάζει αργά, σημαδεμένο από κάτι ινώδεις φωτεινές κλωστές. Μου έμοιασε στην αρχή με άμαξα που έτρεχε σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη στο κατόπι της κι απόρησα πού βρέθηκε ένα τέτοιο πράμα στο πέλαγος. Φοβήθηκα προς στιγμήν πως πάει, μου έστριψε εν τέλει απ’ την πολλή σκοτούρα και τίναξα με βία το κεφάλι για ν’ αποφύγω το σούσουρο των σκέψεων που περνάνε μυριάδες σε κάτι τέτοιες στιγμές απ’ το νου με την ταχύτητα της αστραπής. Μα ύστερα, αμέσως σχεδόν, κατάλαβα την παρανόησή μου και ξανάσανα ανακουφισμένη απ’ το βάρος. 
Είχα χαμογελάσει χαιρέκακα εκείνη την ώρα –το θυμάμαι καλά– καθώς συλλογίστηκα πως θα ξεβολευτούνε κομμάτι μερικοί-μερικοί και πως κάτι πιτσιρικάδες φοβεροί και τρομεροί, οι μάγκες και καλά της παλιοπαρέας, θα τρέμουνε κάτω απ’ τα σκεπάσματα και θ’ αποζητούν την αγκαλιά της μάνας τους.Ίδιον και αυτό της κακομοιριάς – η ζήλια, εννοώ, που με πνίγει για κείνους που μπορούν ακόμη και νιώθουν.
Το φως τρεμοσβήνει προειδοποιητικά. Καμιά κολώνα θα ‘ναι για πέσιμο και θα κοπεί όπου να ‘ναι το ρεύμα και θ’ ακουστεί ο Αντρέας να βγαίνει από το διπλανό σπίτι χτυπώντας με δύναμη την πόρτα και να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που έπιασε δουλειά στη ΔΕΗ – του κακοφαίνεται κι εκείνου να δουλεύει κάνα-δυο φορές το χρόνο! Σίγουρα αύριο δε θα περάσει καράβι και δε θα ‘ρθουν εφημερίδες κι ο μπάρμπα-Αχιλλέας ο περιπτεράς θα πιάσει τη γκρίνια πως ένα μεροκάματο περιμένει για να ζήσει και τούτο του το λιγοστεύει ο Θεός με τις τσιριμόνιες του και το λιμεναρχείο με τα απαγορευτικά του! Εντελώς μεταξύ μας βέβαια, αυτό δεν είναι αληθές, καθότι ο μπάρμπα-Αχιλλέας ναι μεν δουλεύει στο περίπτερο –ένεκα η ατυχία που του ‘λαχε το ένα ποδάρι κοντύτερο– άλλως δε του δουλεύουνε και δέκα διαμερισματάκια που βρήκε απ’ τον μακαρίτη πατέρα του, τον Θεόδωρο τον καβουροτσέπη με τ’ όνομα, και που τα ‘χει νοικιασμένα! Τον ανήφορο πως έχει πάρει η ακρίβεια, λέει και ξαναλέει ξινίζοντας το μούτρο του και ξεχνάει τάχατες πως μαζί της ανεβαίνουν και τα νοίκια…
Ο γλυκούλης μου ο Έκτορας, κεραμιδόγατος  περιωπής και περιποιημένος, με παχιά γυαλιστερή γούνα και αξιοζήλευτες σεξουαλικές επιδόσεις, χουζουρεύει θρονιασμένος μπροστά στην ξυλόσομπα – τόσον καιρό δεν αξιώθηκα να βάλω ένα καλοριφέρ στο σπίτι να ‘χουμε μια θέρμανση της ανθρωπιάς και να μην παγώνουν οι κρεβατοκάμαρες του πάνω ορόφου – γουργουρίζοντας χορτάτος και ζεστός, ήτοι μακάριος! Τύχη βουνό την είχε ο κερατάς να τον βρω μες τα σκουπίδια και να τον υιοθετήσω, να διάγει βίον ανθρόσπαρτον και να κορδώνεται στα θηλυκά για γαμπρός!... Πάντως το σπίτι χρειάζεται επειγόντως επισκευή γιατί διαφορετικά θα πέσει το ταβάνι και θα με πλακώσει και θα χάσει η Βενετιά βελόνι! Λεφτά πού θα βρω δεν ξέρω κι απελπίζομαι. Όσο για τ’ άλλα… Ας είναι καλά ο Γρηγόρης που ‘ριξε δυο πινελιές στους τοίχους κι έφεξαν λίγο που ‘χαν μαυρίσει απ’ την πολυκαιρία. Τι άλλο πια να ζητήσω απ’ τη ζωή!...
Ξέχασα να πω στη Δέσποινα, την κοπέλα που έχω αγκαζάρει να με βοηθάει, πριν φύγει να κλείσει το βορινό παράθυρο στο κάτω πάτωμα, να μην μπάσει νερά. Λίμνη του Μαραθώνα θα είναι το σαλόνι το πρωί και ποιος αντέχει τη μουρμούρα της! Δε βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς νυχθημερόν μουρμουρίζει. Εγώ και η ακαταστασία μου πρέπει να ριχτούμε εις το πυρ το εξώτερον να ησυχάσει ο κόσμος. Δεν είναι κατάσταση διότι να με συμμαζεύει συνέχεια κι εγώ να έχω τον ασυμμάζευτο! Άδικο έχει η γυναίκα; Είδα κι έπαθα να βρω χαρτί και μολύβι για να διοχετεύσω τους υπέροχους τούτους επαγωγικούς συλλογισμούς και την ανίατη –επί δεκαπενταετίας και πλέον– αϋπνία μου. Την επόμενη φορά θα καθίσω να γράψω στον υπολογιστή. Αυτόν –ας είναι καλά ο όγκος του– είναι λιγάκι δύσκολο να τον χάσω…
Καθώς φαίνεται πάντως, η τάξη είναι γενετικά προκαθορισμένη στον άνθρωπο, πάει και τελείωσε. Βέβαια αυτό μπορεί να ισχύει για την ακαταστασία  –την έλλειψη τάξης εν γένει –, ανάλογα με το ποια απ’ τις δυο ορίζεται ως φυσική ιδιότητα και ποια ως απόκλισή της. Πώς αλλιώς να εξηγήσω την έμφυτη ακαταστασία που με κατατρέχει απ’ τα γεννοφάσκια μου, κληροδοτημένη απ’ το μακαρίτη τον πατέρα μου. Όταν ήμουν παιδί, θυμάμαι τη μάνα μου να μαζεύει τα πράγματα που έσπερνα ολημερίς δεξιά κι αριστερά, γκρινιάζοντας διαρκώς για την τύχη της. Κι αργότερα θυμάμαι το δωμάτιό μου που ήταν μονίμως σαν γήπεδο μετά από ντέρμπι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού και τη μάνα απελπισμένη ν’ ανοιγοκλείνει τα συρτάρια, να καταδεικνύει και να προφητεύει. «Καλά, δεν μπορείς να βάλεις μια τάξη εδώ μέσα; Κοίτα τι γίνεται! Πώς μπορείς να ζεις σε αυτό το αχούρι; Εσύ παιδί μου, με τα μυαλά που κουβαλάς, δεν πρόκειται να βρεις άκρη στη ζωή σου!» Και εν μέρει είχε δίκιο. Λέω εν μέρει διότι γνωρίζω πολλούς ακατάστατους που βρήκαν όσες άκρες ήθελαν, και λέω εν μέρει διότι εγώ τελικά αμφίβολο αν βρήκα καμία. 
Τώρα, καθισμένη στο αναπηρικό μου καροτσάκι, με τη λιγοστή σοφία που μου χάρισε η οδύνη και σκεπτόμενη εκ του ασφαλούς, μπορώ επιτέλους να παραδεχτώ πως ναι, ό,τι έπαθα μου άξιζε κι ευτυχώς που το έπαθα για να έχω τώρα υλικό να γράφω και να μη βαριέμαι σπαταλώντας τις ώρες μου μπροστά στην τηλεόραση. Αν και... χωρίς τα παθήματα, το λογικότερο είναι πως θα ήμουν ένας φυσιολογικός άνθρωπος και θα έπληττα λιγότερο. Τέλος πάντων.
Προχτές λοιπόν, εκεί που περίμενα το φυσιοθεραπευτή μου κι έψαχνα τα βιβλιάρια υγείας μέσα σ’ ένα συρφετό από βιβλία, τετράδια, πακετάκια από τσίχλες, επιδέσμους, περιοδικά, μαξιλαροθήκες, χαρτοπετσέτες, φωτογραφίες κι άλλα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους πράγματα, ανακάλυψα ένα μικρό, μισοσχισμένο τετράδιο με σκληρό δερμάτινο εξώφυλλο κι ένα σκουριασμένο, χαλασμένο λουκετάκι πάνω στο οποίο είχα προσεκτικά ορνιθοσκαλίσει «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ».  Άρχισα να διαβάζω ξεχνώντας τ’ αποδέλοιπα και το αποτέλεσμα ήταν να παραδοθώ στις αναμνήσεις που εφόρμησαν δριμείς απ’ τις παρυφές του μνημονικού, να με πιάσουν τα κλάματα και να μου τα ψάλει ο φυσιοθεραπευτής που δεν έχω καταφέρει εδώ και δύο μήνες να βρω τα βιβλιάρια υγείας. Διόλου πρωτότυπο, μπορώ να το βεβαιώσω τώρα πια που αποφάσισα να αποδεσμευτώ από τις ενοχές που σέρνουνε ξωπίσω τους όσοι δεν έχουν συμφιλιωθεί με τον εαυτό τους.
Μια αλήθεια που μου έρχεται τώρα στο μυαλό, είναι πως σίγουρα πιστεύετε ότι θα κάτσω να σας γράψω την ιστορία της ζωής μου. Αφου πλήττω, αφού έχω τόσα παθήματα - μαθήματα κι αφού κάθομαι και γεμίζω αράδες περιαυτολογώντας ξεδιαντροπα, κάτι τέτοιο έχω στο μυαλό. Μια δεύτερη αλήθεια, όμως, που τα εξοβελίζει όλα αυτά, είναι πως εμείς, οι... σακάτηδες, έχουμε έναν άλλον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Βλέπεις, είμαστε αναγκασμένοι απ' τη ρημάδα τη ζωή, να αξιολογούμε τα πράγματα διαφορετικά, να θέτουμε αυτό που λένε... «διαφορετικές προτεραιότητες». Οπότε εκείνο που σε σας μοιάζει σπουδαίο για μας μπορεί να μην είναι τίποτε παραπάνω από μια μικρή στροφή του δρόμου ή εκείνο που για σας είναι ασήμαντο για μας να είναι κρίσιμη καμπή. Αυτό, που εσείς οι «απ' έξω» το λέτε «δύναμη ψυχής» ή και «παραξενιά» καμιά φορά, μας δίνει το προνόμιο να καλλιεργούμε ασυνήθιστες δεξιότητες και να φαντάζουμε στα μάτια σας «αξιοθαύμαστοι» ή «εξαιρετικοί» ή «αλλόκοτοι» ή «κομπλεξικοί» ή απλά «κακιασμένοι». Για εμάς όμως, δεν είναι τίποτε παραπάνω από ανάγκη επιβίωσης.
Συνεπώς, πολύ φοβάμαι, πως ετούτη τη φορά, θα σας αφήσω στα κρύα του λουτρού. Ίσως μια μέρα επανέλθω, μα δεν ξέρω αν θα είναι για καλό...
Πάνω στο κρεβάτι χάσκει ανοιχτός ένας τόμος με τ’ απομνημονεύματα του Φωτάκου για την ελληνική επανάσταση του ’21. Διαβάζω για τη μάχη στο Μανιάκι που ‘λαβε χώρα το Μάη του 1825: «Βλέπων δε ο Φλέσας, ότι εκυκλώθησαν υπό του εχθρικού ιππικού, ενόμιζε τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Έλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικώτερα, και να μη λιποτακτούν…» Χαμογελώ. Ορίστε λοιπόν σε ποιο έσχατο σημείο μπορεί να φτάσουν οι Έλληνες για ν’ αποφασίσουν να... συνέλθουν. Νόμιζα μέχρι τώρα πως είχα εγώ μόνο το εν λόγω προνόμιο και μεμφόμουν τον εαυτό μου. Ευτυχής πλέον διαπιστώνω πως μπορώ επιτέλους να απενοχοποιηθώ και να αναθεματίσω τα ελαττώματα της φυλής…


Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!